- ἐλασᾶς
- ἐλασᾶς, ὁ, an unknownA bird, Ar.Av.886.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ελασάς — ἐλασᾱς, ο (Α) όνομα άγνωστου πουλιού («ἐλασᾷ και ἐρωδιῷ και καταρράκτῃ», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
ἐλασᾶς — bird masc acc pl (attic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλάσας — ἐλά̱σᾱς , ἐλαύνω drive fut part act fem acc pl (attic doric) ἐλά̱σᾱς , ἐλαύνω drive fut part act fem gen sg (attic doric) ἐλά̱σᾱς , ἐλαύνω drive pres part act fem acc pl (epic doric) ἐλά̱σᾱς , ἐλαύνω drive pres part act fem gen sg (epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔλασας — ἐλαύνω drive aor ind act 2nd sg (homeric ionic) λάζω aor ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλασιῶν — ἐλασᾶς bird masc gen pl (doric) ἐλασία riding fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλασᾷ — ἐλασᾶς bird masc dat sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-άς — κατάληξη αρσενικών προσηγορικών ονομάτων. Χαρακτηρίζει πρόσωπα και χρησιμοποιείται συχνά στη νέα Ελληνική στον σχηματισμό επαγγελματικών ονομάτων ή άλλων δηλωτικών του ιδιοκτήτη, κατασκευαστή ή πωλητή κ.λπ. (πρβλ. γαλατάς, ζευγάς, καλαμαράς,… … Dictionary of Greek
εκληθάνω — ἐκληθάνω (Α) κάνω κάποιον να ξεχάσει κάτι εντελώς («ἔκ μ ἔλασας ἀλγέων» μ έκανες να ξεχάσω τελείως τα βάσανά μου) … Dictionary of Greek
ποινηλατώ — έω, ΜΑ [ποινήλατος] 1. καταδιώκω και βασανίζω κάποιον όπως η Ποινή, η θεά τής εκδίκησης 2. (η μτχ. αρσ. ενεργ αορ.) ποινηλατήσας (κατά τον Ησύχ.) «ἐλάσας» … Dictionary of Greek